- φαυλότητι
- φαυλότηςmeannessfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαυλότητα — η / φαυλότης, ητος, ΝΜΑ [φαῡλος] κακοήθεια, αχρειότητα, αθλιότητα αρχ. 1. κακή ποιότητα, ευτέλεια, μηδαμινότητα («τῇ δὲ φαυλότητι τῆς στολῆς ἠχθέσθη», Πλάτ.) 2. έλλειψη δεξιότητας, ανικανότητα («στρατηγῶν φαυλότης ἢ τῶν προδιδόντων τὰς πόλεις… … Dictionary of Greek
χρωτίζω — ΜΑ [χρώς, χρωτός] μσν. μέσ. χρωτίζομαι μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.) αρχ. 1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.) 2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν… … Dictionary of Greek
φαυλότητ' — φαυλότητα , φαυλότης meanness fem acc sg φαυλότητι , φαυλότης meanness fem dat sg φαυλότητε , φαυλότης meanness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)